αιώνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιώνιο < αιώνιος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αιώνιο ουδέτερο
- (φυτό) γένος φυτών ενδημικών στις Κανάριες νήσους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αιώνιο