ακάματα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ακαμάτα

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
ακάματα < ακάματ(ος) +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ακάματα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
ακάματα < κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ακάματα