ακαρπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακαρπία | οι | ακαρπίες |
γενική | της | ακαρπίας | των | ακαρπιών |
αιτιατική | την | ακαρπία | τις | ακαρπίες |
κλητική | ακαρπία | ακαρπίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακαρπία < αρχαία ελληνική ἀκαρπία < ἀ- + καρπός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακαρπία θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακαρπία
|