ακατάσχετος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακατάσχετος < ελληνιστική ἀκατάσχετος < ἀ- (στερητικό) + κατέσχον, αόριστος β' του κατέχω
Επίθετο
[επεξεργασία]ακατάσχετος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να σταματήσει
- ακατάσχετη φλυαρία
- που δεν μπορεί να κατασχεθεί· που δεν έχει κατασχεθεί
- σύμφωνα με το νόμο ο μισθός είναι ακατάσχετος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακατάσχετος