ακατράμωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακατράμωτος < α- (στερητικό) + κατραμωμένος
Επίθετο
[επεξεργασία]ακατράμωτος -η -ο
- (ναυτικός όρος): που δεν έχει κατραμωθεί
- (συνεκδοχικά) το λευκό σχοινί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακατράμωτος
|