ακλήρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακλήρωτος < αρχαία ελληνική ἀκλήρωτος
Επίθετο
[επεξεργασία]ακλήρωτος
- που δεν έχει κληρωθεί σε κλήρωση
- που δεν έχει κληθεί να υπηρετήσει στο στρατό