ακουβάλητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ακουβάλητα < ακουβάλητος +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ακουβάλητα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ακουβάλητα