ακούσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ακούσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ακούω
- θα ακούσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακούω
- να ακούσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακούω