ακριβοπούλησε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ακριβοπούλησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ακριβοπουλώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ακριβοπουλώ