ακρογιαλίτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακρογιαλίτικος < ακρογιαλίτ(ης) + -ικος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.kɾo.ʝaˈli.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐για‐λί‐τι‐κος
Επίθετο
[επεξεργασία]ακρογιαλίτικος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) που αφορά το ακρογιάλι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακρογιαλίτικος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ακρογιαλίτικος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας