ακροσφαλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακροσφαλής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]ακροσφαλής
- ο επισφαλής, που εμπεριέχει κίνδυνο
- ακροσφαλή επενδυτικά προϊόντα (με πλατειές άκρες στην καμπύλη κατανομής της μεταβλητότητας)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακροσφαλής
|