ακρυλικών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ακρυλικών
- γενική πληθυντικού του ακρυλικός
- γενική πληθυντικού του ακρυλική
- γενική πληθυντικού του ακρυλικό