ακρωτηριασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακρωτηριασμός < αρχαία ελληνική ἀκρωτηριασμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακρωτηριασμός αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακρωτηριασμός