ακρότυπο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ακρότυπο | τα | ακρότυπα |
γενική | του | ακρότυπου & ακροτύπου |
των | ακρότυπων & ακροτύπων |
αιτιατική | το | ακρότυπο | τα | ακρότυπα |
κλητική | ακρότυπο | ακρότυπα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακρότυπο ουδέτερο
- (τυπογραφία) ο ακρεμόνας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακρότυπο
|