ακτινοπνευμονίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακτινοπνευμονίτιδα < ακτίνα + πνευμονίτιδα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακτινοπνευμονίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) πρόκειται για πάθηση που προέρχεται μετά από έκθεση σε ακτινοβολία (ακτινοθεραπεία) και παρατηρείται μετά από 2 - 3 εβδομάδες με συλλογή οροϊνώδους εξιδρώματος και κυττάρων στον ενδιάμεσο ιστό των πνευμόνων, συνηθέστερα υποχωρεί τελείως μόνη της ή δημιουργεί ινώδη ιστό.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακτινοπνευμονίτιδα