ακτοφυλακίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακτοφυλακίδα οι ακτοφυλακίδες
      γενική της ακτοφυλακίδας των ακτοφυλακίδων
    αιτιατική την ακτοφυλακίδα τις ακτοφυλακίδες
     κλητική ακτοφυλακίδα ακτοφυλακίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ακτοφυλακίδα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.kto.fi.laˈci.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κτο‐φυ‐λα‐κί‐δα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ακτοφυλακίδα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]