ακτοφυλακίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακτοφυλακίδα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.kto.fi.laˈci.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κτο‐φυ‐λα‐κί‐δα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακτοφυλακίδα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, στρατιωτικός όρος) σκάφος που εποπτεύει τις ακτές
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακτοφυλακίδα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)