ακυρωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ci.ɾo.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κυ‐ρω‐τι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]ακυρωτικός, -η, -ο
- που ακυρώνει ενέργεια, προθέσεις, διαδικασίες, που τις καθιστά άκυρες
- ↪ οι διοικητικές ενέργειες και ο ρόλος του ακυρωτικού δικαστικού ελέγχου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ακυρωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας