ακόρυφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ακόρυφος | η | ακόρυφη | το | ακόρυφο |
γενική | του | ακόρυφου | της | ακόρυφης | του | ακόρυφου |
αιτιατική | τον | ακόρυφο | την | ακόρυφη | το | ακόρυφο |
κλητική | ακόρυφε | ακόρυφη | ακόρυφο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ακόρυφοι | οι | ακόρυφες | τα | ακόρυφα |
γενική | των | ακόρυφων | των | ακόρυφων | των | ακόρυφων |
αιτιατική | τους | ακόρυφους | τις | ακόρυφες | τα | ακόρυφα |
κλητική | ακόρυφοι | ακόρυφες | ακόρυφα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακόρυφος < αρχαία ελληνική ἀκόρυφος < ἀ- + κορυφή
Επίθετο
[επεξεργασία]ακόρυφος, -η, -ο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κορυφή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακόρυφος
|