ακύκλωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακύκλωτος < μεσαιωνική ελληνική ἀκύκλωτος < κυκλώνω < αρχαία ελληνική κυκλόω / κυκλῶ
Επίθετο[επεξεργασία]
ακύκλωτος
- που δεν έχει κυκλωθεί ή δεν μπορεί να κυκλωθεί
- απερικύκλωτος
- απεριτείχιστος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που δεν έχει κυκλωθεί ή δεν μπορεί να κυκλωθεί