αλαργέρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλαργέρνω < → λείπει η ετυμολογία
Πάω μακριά (πιθανόν από το ιταλικό (λατινικό) al largo = μακρια , στην ανοιχτή θάλασσα
Ρήμα
[επεξεργασία]αλαργέρνω