αλατοποιία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλατοποιία θηλυκό
- εργαστήριο στο οποίο ενσακκίζεται αλάτι (το οποίο έχει παραχθεί σε αλυκή)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλατοποιία
|