αλδεΰδη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλδεΰδη | οι | αλδεΰδες |
γενική | της | αλδεΰδης | των | αλδεϋδών |
αιτιατική | την | αλδεΰδη | τις | αλδεΰδες |
κλητική | αλδεΰδη | αλδεΰδες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλδεΰδη < αλκοόλη + αφυδρογόνωση < λατινική , αγγλική aldehyde < al(cohol) dehyd(rogenātum)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλδεΰδη θηλυκό
- (χημεία) οποιαδήποτε οργανική ένωση που φέρει στο μόριό της μία τουλάχιστον αλδεϋδομάδα, δηλαδή R-CHO, ως κύρια χαρακτηριστική ομάδα έχοντας μία καρβονυλομάδα να συνδέεται με μία υδρογονανθρακική ρίζα και ένα άτομο υδρογόνου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- αλδεΰδες στη Βικιπαίδεια