αλευροσιλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλευροσιλός αρσενικό
- κυλινδρική πυργωτή κατασκευή αποθήκευσης αλεύρων σε χύδην (χύμα) κατάσταση, (των μη συσκευασμένων)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- οι αλευροσιλοί μιας αλευροβιομηχανίας διακρίνονται σε εσωτερικούς και εξωτερικούς και είναι πολύ μικρότεροι σε μέγεθος από τα σιλό των δημητριακών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλευροσιλός
|