αλευροσταυρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλευροσταυρώνω < αλευροσταύρωμα

αλευροσταυρώνω, πρτ.: αλευροσταύρωνα, στ.μέλλ.: θα αλευροσταυρώσω, αόρ.: αλευροσταύρωσα, παθ.φωνή: αλευροσταυρώνομαι, μτχ.π.π.: αλευροσταυρωμένος

  • με τον δείκτη του δεξιού χεριού κάνω το αλευροσταύρωμα πριν ξεκινήσω να ζυμώνω, σύμφωνα με χριστιανικό έθιμο.

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  σταυρός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]