αλευρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία].
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλευρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αλευρώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]αλευρωμένος αρσενικό, αλευρωμένη θηλυκό, αλευρομένο ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη αλευρώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλευρωμένος
|