αλευρόφυτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλευρόφυτο τα αλευρόφυτα
      γενική του αλευροφύτου
αλευρόφυτου
των αλευροφύτων
    αιτιατική το αλευρόφυτο τα αλευρόφυτα
     κλητική αλευρόφυτο αλευρόφυτα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλευρόφυτο < αλεύρι + φυτό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλευρόφυτο ουδέτερο

  1. (φυτό) γενική ονομασία οποιουδήποτε φυτού της τάξης των Αλευρωδών
    στα αλευρόφυτα υπάγεται και ο ανανάς.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]