αλευτέρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλευτέρωτος < ανελευθέρωτος
Επίθετο
[επεξεργασία]αλευτέρωτος
- άλλη μορφή του ανελευθέρωτος
- (το θηλυκό: αλευτέρωτη) για την έγκυο γυναίκα που δεν έχει γεννήσει ακόμη
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις ελευθερώνω και ελεύθερος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλευτέρωτος
|