αλκένιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλκένιο τα αλκένια
      γενική του αλκενίου
αλκένιου
των αλκενίων
    αιτιατική το αλκένιο τα αλκένια
     κλητική αλκένιο αλκένια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλκένιο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλκένιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]