αλληλασφάλιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλληλασφάλιση | οι | αλληλασφαλίσεις |
γενική | της | αλληλασφάλισης* | των | αλληλασφαλίσεων |
αιτιατική | την | αλληλασφάλιση | τις | αλληλασφαλίσεις |
κλητική | αλληλασφάλιση | αλληλασφαλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλασφαλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλληλασφάλιση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλληλασφάλιση
|