αλλόγλωσσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλλόγλωσσος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλλόγλωσσος. Συγχρονικά αναλύεται σε αλλό- + -γλωσσος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈlo.ɣlo.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐λό‐γλωσ‐σος
Επίθετο
[επεξεργασία]αλλόγλωσσος, -η, -ο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλλόγλωσσος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αλλό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γλωσσος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)