αλούτερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλούτερος < Λούθηρος
Επίθετο
[επεξεργασία]αλούτερος, -η, -ο
- ο λουθηρανός και υβριστικά ο αιρετικός
- Ο Καποδίστριας ακούσας των φωνών του κορυβαντιώντος πλήθους, έσπευσε προς τον εξώστην, ενώ το πλήθος, μαινόμενον ως αι προ της καταιγίδος ασυνήθεις βρονταί, εφώναζε "Κάτω ο Αλούτερος με τις πατάτες του!" (Κωνσταντίνου Δ. Τριανταφυλλοπούλου, Θεός και Θέμις, 1912)
- ο παράξενος, ο ασυνήθιστος, ο αιρετικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλούτερος
|