αλσεούπολης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αλσεούπολης θηλυκό
- γενική ενικού του αλσεούπολη
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- αλσεουπόλεως (λόγιο)
αλσεούπολης θηλυκό