αλφάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αλφάς | οι | αλφάδες |
γενική | του | αλφά | των | αλφάδων |
αιτιατική | τον | αλφά | τους | αλφάδες |
κλητική | αλφά | αλφάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλφάς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλφάς αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλφάς
|