αλφαβήτισης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αλφαβήτισης θηλυκό
- γενική ενικού του αλφαβήτιση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- αλφαβητίσεως (λόγιο)
αλφαβήτισης θηλυκό