αμάτιαστων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αμάτιαστων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αμάτιαστος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αμάτιαστος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αμάτιαστος