αμαλγαματώσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αμαλγαματώσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αμαλγαμάτωση
- εναλλακτικά: αμαλγαμάτωσης
αμαλγαματώσεως θηλυκό