αμαλγαμώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αμαλγαμώνω < αμάλγαμα + -ώνω

αμαλγαμώνω

  1. φτιάχνω αμάλγαμα
  2. (μεταφορικά) συγκεράζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]