αμαρτύρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμαρτύρητος < αρχαία ελληνική ἀμαρτύρητος < ἀ- + μαρτυρέω < μάρτυς
Επίθετο
[επεξεργασία]αμαρτύρητος, -η, -ο
- που δεν έχει (επι)βεβαιωθεί, δεν υπάρχει μαρτυρία γι’ αυτόν
- που δεν τον έχουν μαρτυρήσει, δεν τον έχουν αποκαλύψει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβεβαίωτος
μη κοινολογημένος