αμείβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αμείβω < ἀμείβω

αμείβω, στ.μέλλ.: θα αμείψω, αόρ.: άμειψα, παθ.φωνή: αμείβομαι

  1. δίνω σε κάποιον χρήματα για εργασία που μου πρόσφερε, πληρώνω
  2. προσφέρω σε κάποιον υλική ή/και ηθική ανταμοιβή για την προσφορά του σε κάποιον τομέα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]