αμείβω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμείβω < ἀμείβω
Ρήμα
[επεξεργασία]αμείβω, στ.μέλλ.: θα αμείψω, αόρ.: άμειψα, παθ.φωνή: αμείβομαι
- δίνω σε κάποιον χρήματα για εργασία που μου πρόσφερε, πληρώνω
- προσφέρω σε κάποιον υλική ή/και ηθική ανταμοιβή για την προσφορά του σε κάποιον τομέα