αμελώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμελώς < αρχαία ελληνική ἀμελῶς < ἀμελής < μέλει
Επίρρημα[επεξεργασία]
αμελώς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμελώς
Δείτε επίσης : ἀμελος |
αμελώς