αμηνόρροια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμηνόρροια οι αμηνόρροιες
      γενική της αμηνόρροιας των αμηνορροιών
    αιτιατική την αμηνόρροια τις αμηνόρροιες
     κλητική αμηνόρροια αμηνόρροιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αμηνόρροια < (λόγιο δάνειο) γαλλική aménorrhée[1] < α- (στερητικό) + αρχαία ελληνική μην + -ροια (< αρχαία ελληνική ῥέω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αμηνόρροια θηλυκό


Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]