αμιάντινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμιάντινος < αμίαντος + -ινος < αρχαία ελληνική ἀμίαντος
Επίθετο
[επεξεργασία]αμιάντινος
- που είναι φτιαγμένος από αμίαντο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αμίαντος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμιάντινος
|