αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική mutually assured destruction < mutually (αμοιβαία) + assured (εξασφαλισμένος) + destruction (καταστροφή)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή θηλυκό
- (ιστορία) πολιτικό δόγμα του Ψυχρού Πολέμου, σύμφωνα με το οποίο αν οι χώρες που έχουν πυρηνικά όπλα, τα χρησιμοποιήσουν, θα καταστραφούν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή