αμπανόζι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμπανόζι < δείτε μεσαιωνικά ελληνικά ἀμπανόζι, (άμεσο δάνειο) τουρκική abanoz + -ι < περσική آبنوس abanus | abnus < ελλ. ἒβενος.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμπανόζι ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμπανόζι
|