αμπελοκαλλιέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμπελοκαλλιέργεια < αμπελο- + -καλλιέργεια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμπελοκαλλιέργεια θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αμπελοκαλλιεργητής
- → δείτε τις λέξεις αμπέλι και καλλιέργεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμπελοκαλλιέργεια
|