αμφιθεατρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμφιθεατρικός < αμφιθέατρο
Επίθετο
[επεξεργασία]αμφιθεατρικός, ή,ό
- ο σχετικός με το αμφιθέατρο
- εκείνος που έχει σχήμα αμφιθεάτρου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμφιθεατρικός
|