αμφιπαθητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αμφιπαθητικός, -η, -ο
- (βιολογία): αυτός που παρουσιάζει αντίθετους τροπισμούς.
- (βιολογία): μαλάκιο που περιέχει υδροφιλικά και υδροφοβικά συστατικά, όπως π.χ. το φωσφολιπιδικό μαλάκιο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμφιπαθητικός
|