αμφισβητήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αμφισβητήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμφισβητώ
- θα αμφισβητήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμφισβητώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αμφισβητήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αμφισβήτηση