αμφιφυλοφοβία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμφιφυλοφοβία οι αμφιφυλοφοβίες
      γενική της αμφιφυλοφοβίας των αμφιφυλοφοβιών
    αιτιατική την αμφιφυλοφοβία τις αμφιφυλοφοβίες
     κλητική αμφιφυλοφοβία αμφιφυλοφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμφιφυλοφοβία < αμφί- + φύλ(ο) + -ο- + -φοβία, (απόδοση) αγγλική biphobia [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɱ.fi.fi.lo.foˈvi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμ‐φι‐φυ‐λο‐φο‐βί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμφιφυλοφοβία θηλυκό, μόνο στον ενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. Στο Λεξικό: (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)