αμύνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αμύνομαι < (ελληνιστική κοινήἀμύνομαι < αρχαία ελληνική ἀμύνω

αμύνομαι (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]